πολυσχημάτιστος

πολυσχημάτιστος
-η, -ο / πολυσχημάτιστος, -ον, ΝΜΑ
1. ο σχηματισμένος με ποικίλο τρόπο, πολύμορφος
2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από ποικίλα μέτρα
3. το ουδ. ως ουσ. το πολυσχημάτιστο(ν)
η ποικιλία πολλών ρητορικών σχηματισμών.
επίρρ...
πολυσχηματίστως Α
με πολυσχημάτιστο, με πολύμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σχηματίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυσχημάτιστος — multiform masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχημάτιστον — πολυσχημάτιστος multiform masc/fem acc sg πολυσχημάτιστος multiform neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχηματίστων — πολυσχημάτιστος multiform masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχηματίστῳ — πολυσχημάτιστος multiform masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχημάτιστα — πολυσχημάτιστος multiform neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχημάτιστοι — πολυσχημάτιστος multiform masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυσχήματος — ον, Α πολυσχημάτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχῆμα, ατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”