- πολυσχημάτιστος
- -η, -ο / πολυσχημάτιστος, -ον, ΝΜΑ1. ο σχηματισμένος με ποικίλο τρόπο, πολύμορφος2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από ποικίλα μέτρα3. το ουδ. ως ουσ. το πολυσχημάτιστο(ν)η ποικιλία πολλών ρητορικών σχηματισμών.επίρρ...πολυσχηματίστως Αμε πολυσχημάτιστο, με πολύμορφο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σχηματίζω].
Dictionary of Greek. 2013.